- εὐκρινῶς
- εὐκρινήςwell-separatedadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… … Dictionary of Greek
συνδιαρθρώ — όω, ΜΑ εκφράζω κάτι ευκρινώς ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν* + διαρθρῶ «αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση»] … Dictionary of Greek
διαρθρώνω — (Α διαρθρῶ, όω) 1. συναρμολογώ, συναρθρώνω 2. αρθρώνω, προφέρω φθόγγους ευκρινώς, εκφωνώ λέξεις με σωστή άρθρωση κατά συλλαβές 3. μέσ. αρχίζω να διαμορφώνω σταθερό χαρακτήρα 4. παθ. α) διαπλάσσομαι σχηματίζομαι β) είναι τα μέλη μου συνδεδεμένα με … Dictionary of Greek
διαφανώς — διαφανῶς επίρρ. (Α) 1. καταφανώς, ολοφάνερα 2. σαφώς, ευκρινώς 3. περιφανώς … Dictionary of Greek
ενάργημα — ἐνάργημα, το (Α) 1. αυτό που διακρίνεται ξεκάθαρα, που φαίνεται ευκρινώς, το σαφώς αντιληπτό, δεδομένο τής πείρας 2. στον πληθ. σαφή γεγονότα … Dictionary of Greek
εναπεσφραγισμένως — ἐναπεσφραγισμένως (Α) (επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. τού εναποσφραγίζω) εντετυπωμένως, με σαφήνεια, ευκρινώς … Dictionary of Greek
έναυλος — (I) ἔναυλος, ο και ἔναυλον, το (Α) 1. κοίτη χειμάρρου, χαράδρα, κοίλωμα απ όπου ρέει χείμαρρος («τάχα κεν φεύγοντες ἐναύλους πλήσειαν νεκύων», Ομ. Ιλ.) 2. χείμαρρος 3. κατοικία, τόπος διαμονής, ενδιαίτημα. (II) η, ο (AM ἔναυλος, ον) 1. (για φωνή … Dictionary of Greek
ηχηρός — και ηχερός, ή, ό 1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή») 2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός 3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές… … Dictionary of Greek
καθάριος — α, ο (AM καθάριος, ον, Α και καθάρειος, ον) καθαρός, παστρικός νεοελλ. 1. σίγουρος, αναπόφευκτος, αυτός που με απόλυτη βεβαιότητα θα συμβεί («αφύσικος πραματευτής καθάριος διακονιάρης» αυτός που εμπορεύεται αλόγιστα χρεωκοπεί αναπόφευκτα,… … Dictionary of Greek
καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… … Dictionary of Greek